κλείζω

κλείζω
κλῄζω 1
make famous
pres subj act 1st sg (doric)
κλῄζω 1
make famous
pres ind act 1st sg (doric)
κλεΐζω , κλῄζω 1
make famous
pres subj act 1st sg (doric)
κλεΐζω , κλῄζω 1
make famous
pres ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλεΐζω — κλεΐζω (AM) βλ. κλήζω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κλήζω — (I) κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω) καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ. β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον …   Dictionary of Greek

  • κλέισμα — κλέισμα, τὸ (Μ) [κλεΐζω] φήμη, δόξα …   Dictionary of Greek

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία …   Dictionary of Greek

  • κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος …   Dictionary of Greek

  • παγκλέιστος — παγκλέϊστος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον η ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλεϊστός (< κλεΐζω)] …   Dictionary of Greek

  • περικλέϊστος — ον, Μ περικλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεϊστός «ένδοξος» (< κλεΐζω < κλέος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”